Με εξωραϊσμό της χυλόπητας πού έφαγα (της Νίτσας)
της αθλήτριας στο γυμναστήριο με τα μπλε ADIDAS,
έγραψα μιά ερωτική ρωμαιοτζουλιετέ ιστορία,
να κλαίει από μαθήτρια μέχρι και γηραιά κυρία…
Έγραψα πως την πρωτοείδα σε μισοπαρκοδρομάκι,
που καθώς περνούσα σηκώθηκε από παγκάκι,
κεραυνοβολήθηκα, έφυγα από τον τάκο ο καημένος,
το βέλος του μικρού με σακάτεψε ομολογουμένως,
δεν έπρεπε με τίποτα να την αφήσω επομένως,
μέσα μου κάτι μούπε να τρέξω να μην τη χάσω,
κουνήσου χελώνα φώναζε, να βιαστώ για να προφτάσω.
Την σταματάω, της λέω δεν με ξέρεις,
μα θα με μάθεις θέλεις δεν θέλεις…..
Λέει τσαντισμένη,, παράταμε ανθρωπέ μου,
και πως τολμάς είμαι η κόρη του Γουλιέλμου,
του άρχοντα, βόρεια στους πρόποδες του Αίμου,
είμαι η Μαρία Φραντζέσκα Σοφία Γουλιέλμου !
Συγνώμη είπα φτωχοντυμένη, έμοιαζες εργάτρια,
φαμπρικού, οδοκαθαρίστρια, κορδελιάστρα,
τότε μου έριξε μια μπούφλα κι είδα αστεράκια…..
Στραβάδι μου λέει, δεν βλέπεις την τσάντα “Γκούτσι”,
είσαι ασχημάντρας αλλά δεν έχεις και μυαλό κουκούτσι.
Πώς να το γράψω τώρα αυτό το ρεζιλίκι ;
κι είπα άσε καλύτερα, ας μου λείπει,
κι αντί των γεγονότων σου έγραψα το παραμύθι,
που με μία ψήφο, τη δική μου, αμέσως ενεκρίθη !!
Στο χωριό οικογενειακώς ψοφάγαμε στην πείνα,
έτσι μια μέρα μας τσουβάλιασε ο γέρος όλους,
κι ήρθαμε την τύχη μας να βρούμε στην Αθήνα.
Αμέσως βρήκε δουλειά σαν λούστρος,
κατά Σεπόλια μεριά, στου Πανά το στιλβωτήριο,
και πέντε πρωί, νύχτα ακόμη είχαμε εγερτήριο,
τράβαγε η μάνα μου σπίτια να ξεμπουγαδιάζει,
κι εγώ να μάθω βοηθό του με το ζόρι να με βάζει.
Σαν έγινα λούστρος έμπειρος, σπουδαγμένος,
με κασελάκι για μεροκάματο εβγήκα ο καημένος,
δεν μ’ άρεσε, κι αφού με έδειρε, με έβαλε κουλουρά,
μα έκλεβα τ’ αφεντικό και με κοπάνησε με τον ταμπλά….
Αφού με δείρανε και οι δυό, έγινα μπακαλόγατος μετά,
ύστερα μικρός κουρείου, κι άμα δεν σκούπιζα καλά,
μούριχνε το καθίκι τ’ αφεντικό σύννεφο την καρπαζιά….
Έφυγα τρέχοντας αφού του τράβηξα μια ύπουλη μπουνιά,
είδε κι απόειδε ο γέρος και μ’ έστειλε στα κάτεργα,
μαζί μ’ άλλα παιδιά κοινωνικά κάπως παράταιρα….
Μας φόρτωσαν λοιπόν σ' ένα γκαζάδικο σκέτη γαλέρα,
και έτσι έχασα, ζωή, κόσμο, δικούς μου, σε μιά μέρα,
τουλάχιστον είχαμε οι έρμοι τζάμπα το φαγοπότι,
αφού μισθό θα παίρναμε κάποτε, κι αυτό διότι,
είναι μιά φάμπρικα παλιά του κάθε φαταούλα εργοδότη,
τάχα να μάθεις τη δουλειά…. στο τζάμπα νάσαι στη δουλειά,
που οι πάντες κάνουν πως δεν το ξέρουν, δεν το βλέπουν,
ότι κάποιοι εκ συστήματος κάποιους συνέχεια κλέπτουν.
Έτσι ακριβώς, δουλειά σκυλίσια για πενταροδεκάρες,
ακόμα ρίχνω σ’ αυτούς του μπάσταρδους κατάρες.
Κάποτε φορτίο πήραμε για τη πλανεύτρα Νέα Υόρκη,
τους είπα μάγκες δεν κάθομαι άλλο μόνο για το φαγοπότι,
κι έτσι να μην τα πολυλογώ, μία ωραία πρωία,
την κοπανάω απ’ το βαπόρι, και βγαίνω στη παρανομία,
μην φανταστείς ληστείες τραπεζών και ριφιφιά,
τίποτα φαρμακεία σπάγαμε, και μουλόχαπα, τάχα ναρκωτικά,
πουλάγαμε στα θύματα, μιλάμε για ψιλοαμαρτήματα,
έκανα και σε κάτι νεοκλεφτρόνια ιδιαίτερα μαθήματα….
Κάποτε με μπουζουριάσανε οι μπάτσοι, μου ρίξανε και φάπες,
μα πολύ περισσότερες εισέπραξα απ’ τις αγριοφάτσες
στη Σαν Κουέντιν τη φυλακή με τους πολλούς φονιάδες.
Άντε καλές γιορτές και πρωτοχρονιές με μπόλικους μπουναμάδες,
έτσι με ξύπνησε μιά φωνή και τ’ όνειρου έχασα τη συνέχεια,
κακόνειρα την νύχτα σου φέρνει η ογδονταπεντάχρονη ανέχεια...
Στα όσα “κουβέντα να γίνεται”,προσθέτω μία ακόμη αρλούμπα,
για όταν στο χλιδατο Χίλτον παράγγειλα γαρδούμπα
σε μιά γκαρσόνα γαλανομάτα με ομορφιά απίθανη,
γαρδούμπα με αντεριά από μικρό κατσίκι και μία πρέζα ρίγανη,
κείνη είπε στον μάνατζερ κι αυτός στο σεκιουριτά να με μαζέψει,
καθώς εγώ κι άλλοι δυό χαλάγαμε το ίματζ τους πούμασταν φέσι.
Και θα μου πεις μεις οι ψωμόλυσσες τι θέλαμε με τους λεφτάδες,
ήτανε τότε πούκανα παρέα με δυό της φάρας μου αληταράδες,
και κάναμε την κάθε είδους που μπορείς να φανταστείς την αλητεία,
μέχρι που με μαχαίρωσε ένας τσόγλανος από αντίπαλη συμμορία,
και καπάκι, κι επιπλέον, και κατόπιν, μπουζού βρέθηκα τραυματισμένος,
σ’ αυτό που λέμε "και κερατάς και ζημιωμένος", βάλε και μαχαιρωμένος.
_______________________________________
Έμμετρο έργο από το βιβλίο "ΑΝΤΙ-ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ",
του Π. Ματαράγκα, με αλήθειες, αιχμές και φαντασία,
e-mail: pmataragas@yahoo.com
Επιμέλεια - προσαρμογή κειμένων Cathy Rapakoulia Mataraga
ίσως..
No comments:
Post a Comment
Note: Only a member of this blog may post a comment.